Τέχνες

Του Κάου το πουκάμισο-Αφαντενό παραμύθι

Published

on

ΝΙΚΟΛΑΣ ΠΑΥΛΟΥΣ·ΔΕΥΤΕΡΑ, 29 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2018·Πρώτη ηλεκτρονική έκδοση στην ομάδα Εχω στα αφαντενά προφίσιενσι !  

Η είκόνα είναι απο πραγματικό πουκάμισο Κάου ! παιδιού που γεννήθηκε ανήμερα τα χριστούγεννα και φτιάχτηκε απο τις γυναίκες της οικογένειας του στην δεκατία του 50!

Οι φωνές της ετοιμόγεννης ακούγονταν σχεδόν μέχρι την στροφή της γειτονιάς και το σπίτι ήταν το προτελευταίο. Ο κόσμος έκανε τις τελευταίες προετοιμασίες πριν βραδιάσει παραμονή Χριστουγέννων, άλλωστε οι φούρνοι είχαν ανάψει και τα φαγητά μοσχοβολούσαν σε όλο το χωριό. Αλλά δυστυχώς ούτε η καλή διάθεση ούτε οι μυρωδιές την βοηθούσαν να γεννήσει. Η μαμή του χωριού ήταν δίπλα της από το πρωί και είχε σχεδόν μεσημεριάσει. Η μάνα της ήταν εδώ και τέσσερις νύχτες δίπλα της μια και ήταν στις μέρες της.

Δεν γεννάει η κόρη σου σήμερα όσο και να κοιλοπονεί δεν είναι πόνοι γέννας. Είναι από το ότι το παιδί, είναι μεγάλο και είναι έτοιμο να βγει και την πιέζει. Θα της δώσω κάτι να πιεί να χαλαρώσει, αλλά δεν έχουν σπάσει ακόμα τα νερά της , φύγε και εσύ για λίγο να ξεκουραστείς να δεις και το σπίτι σου λίγο.

Στην αρχή η μάνα της έκανε την δύσκολη, αλλά η μαμή τη καθησύχασε

Αν σπάσουν τα νερά, θα στείλω το γαμπρό σου να σε φωνάξει.

Έκανε να φύγει λοιπόν γιατί η έννοια της ήταν άλλη. Να μην γεννήσει ανήμερα τα Χριστούγεννα, αλλά δεν το έβλεπε να γίνετε έτσι. Το κακό με τα παιδιά που γεννιούνται ανήμερα Χριστούγεννα τα έπαιρναν οι Κάοι (καλικάντζαροι) πριν το παιδί κλείσει τα δώδεκα του χρόνια. Και τι γιαγιά θα ήταν αυτή αν το άφηνε να συμβεί; «Του παιδιού μου το παιδί δυο φορές παιδί μου», σκέφτηκε και έτρεξε αμέσως για το σπίτι της και αν και είχε τα χρονάκια της το έλεγε η περδικούλα της, μπήκε στο σπίτι μέσα σαν σίφουνας και έτρεξε

στο εικονοστάσι που ήταν η στεφανοθήκη της. Την κατέβασε και άνοιξε το πίσω μέρος τις θήκης και έβγαλε από μέσα ένα μικρό δεφτέρι σαν την παλάμη της. Δεν της πήρε πολύ χρόνο να βρει τη σελίδα που έψαχνε. Την διάβασε προσεκτικά και τοποθέτησε τα πάντα στην θέση τους σαν να μην τα είχε αγγίξει ποτέ κανένας.

Πήγε στο σταμνί και έβαλε μέσα σε ένα καλό ποτήρι νερό, έκοψε ένα φύλο από την ροδοσταμιά στην γλάστρα (αρμπαρόριζα) και το έβαλε μέσα στο νερό και πρόσθεσε ένα γενναίο κουτάλι με μελί από το καλό και τα ανακάτεψε με ένα κουτάλι.

Πήγε στην πόρτα την έγειρε στην μέση ώστε να μην είναι ούτε ανοιχτή, αλλά ούτε κλειστή και άφησε το ποτήρι στο πεζούλι. Τσέκαρε ότι μπορούσε να δει από την χαραμάδα το πεζούλι , γιατί αν θες να δεις τα απόκοσμα πρέπει να τα κοιτάξεις από τα ανάμεσα από εκεί που βλέπεις και δεν βλέπεις, και άρχισε να τραγουδάει πίσω από την πόρτα ένα νανούρισμα θα το έλεγε κανείς που δεν ήξερε:

Έλα παιδάκι των ανθών και του σπιτιού κολόνα,

Έλα που σε παρακαλώ και σ’ έχω ανάγκη τώρα,

Έλα το καλορίζικό στοιχειό μου, του σπιτιού μου,

Έλα το σε παρακαλώ να καλοπορευθούμε !

Και κρυφοκοίταζε πίσω από τη πόρτα στην χαραμάδα. Το στοιχειό εμφανίστηκε πήρε το ποτήρι και άρχισε να πίνει λαίμαργα το νερό φτάνοντας το ποτήρι στην μέση και το άφησε πάλι κάτω.

Το στοιχειό ήταν σαν μικροκαμωμένο παιδάκι, γύρο στα τέσσερα χρόνια ντυμένο με φύλλα ραμμένα μεταξύ τους. Ένα κεφαλάκι στρογγυλό με τεράστια μάτια γαλανά και μαλλάκια μπλεγμένα λαούτες (κοτσίδια κολλημένα στο κεφάλι) πίσω πιασμένα.

Στοιχειό του οίκου μου εσέ, σε χρειάζομαι απόψε

Η κόρη μου κοιλοπονάει και απόψε να γεννήσει.

Αλλά αν γεννήσει αύριο μόνο κακό θα φέρει,

Θα γίνει κάος το μωρό και πίκρα θα γεμίσει.

Βοηθάμε σε παρακαλώ τα μαγικά να λύσω

Και από εμένα ότι θες εγώ να σου χαρίσω.

Κλείνω τώρα την πόρτα μου και εσύ ελεύθερο είσαι.

Θα πέσω εγώ να κοιμηθώ και στο όνειρο μου έλα

Και ότι πρέπει να μου πεις και ότι θέλεις θα έχεις.

Με το που τελείωσε τα λόγια, δεν έχασε την ευκαιρία και έπιασε το ποτήρι και ήπιε το υπόλοιπο νερό. Ίσα που πρόλαβε να κλείσει την πόρτα πίσω της και φτάσει στο πλησιέστερο κρεβάτι, γιατί μια ζάλη της έπεσε στο κεφάλι και της έκοβε τον αέρα από τα στήθη, με το που ακούμπησε στο στρώμα όλα έσβησαν .

Μέσα στον ύπνο της νόμιζε ότι έπεφτε κάπου από κάποιο ύψος, αλλά δεν την τρόμαζε για να ξυπνήσει. Μετά χρώματα παντού ανακατεμένα την τύλιξαν σαν ένα ελαφρύ μεταξωτό μαντίλι και έκοψαν την πτώση της. Σαν ιστός από μετάξι διέλυσαν όλα μόλις κούνησε τα χέρια της και βρέθηκε κάτω από ένα πλάτανο. Εκεί στην πιο ψηλή του ρίζα πάνω, κάθονταν το στοιχειό του σπιτιού της που την καλωσόρισε πρώτο:

Καλός μας ήρθες , μην φοβάσαι σε παρακαλώ.

Δεν φοβάμαι , αλλά πού είμαστε; Είναι γνωστό το μέρος .

Στην πίσω πλευρά του Αι Γιώργη στο μεγάλο πλάτανο στις γαλαρίες (Σπηλιές φυσικές σε σαθρά εδάφη)

Και τι κάνουμε εδώ;

Θα πάμε μαζί να δούμε την νεράιδα.

Την ποια; Εκεί λίγο το αίμα της πάγωσε.

Μην φοβάσαι λέμε, όνειρο βλέπεις. Αν γίνει οτιδήποτε ξυπνάς, επειδή είναι καλύτερα και πιο ασφαλές προτίμησα να την δούμε στον ύπνο σου και όχι στον ξύπνιο σου. Έχεις ακούσει για την χάρη της, στον ύπνο σου όμως δεν

μπορεί να κάνει τίποτε ούτε την φωνή να σου πάρει ,ούτε να σου κάνει τίποτε κακό αρκεί να μην της πεις το όνομα σου. Πρόσεξε μην σε ρωτήσει και το πεις.

Για παλαβή με έχεις; χαμογέλασε και άρχισαν να περπατάνε προς μια σπηλιά.

Α και αν σε ρωτήσει τι κάνει παπαδιά μην απαντήσεις. Γιατί έγινε κάτι μεταξύ τους. Άσε μεγάλη ιστορία, αλλά θα την πούμε άλλη ώρα…

Φτάνοντας στην σπηλιά ένα απόκοσμο φως έβγαινε από μέσα. Η αλήθεια είναι ότι τα χρειάστηκε λίγο. Η νεράιδα είχε πλανέψει πολλούς και έχασαν τα λογικά τους και ακούγονταν ότι είχε καταραστεί και κόσμο μέχρι το θάνατο.

«Του παιδιού μου το παιδί δύο φορές παιδί μου» σκέφτηκε και προχώρησε.

Με το που μπήκαν στο λημέρι της νεράιδας κόντεψε να της κοπεί της ίδιας η λαλιά. Ήταν ένα τεράστιο δωμάτιο που δεν μπορούσες να καταλάβεις το σχήμα του. Τεράστιο και ψηλοτάβανο με ράφια γεμάτα από λόγιο, λόγιο πράγματα. Μπουκάλια και βάζα με διάφορα περίεργα περιεχόμενα, βιβλία, λουλούδια να κατεβαίνουν αν καταρράκτες από το ταβάνι ή να είναι μέσα σε γλάστρες, διάφορα εργαλεία σαν κατσαρόλια και πολλά πράγματα που δεν είχε δει πότε άλλοτε στην ζωή της. Στο κέντρο το δωματίου είχε πολλά τραπέζια, το κάθε ένα φορτωμένο διάφορα πράγματα, όπως φαγητά μαγειρεμένα στο, ένα το πιο μεγάλο στην άκρη στο δωμάτιο λες και περίμενε να φάνε 10 άτομα. Άλλο φορτωμένο από βιβλία ανοιχτά και κλειστά, άλλο με βάζα και φιάλες πάνω και άλλα μόνο με γλαστράκια και φυτά. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να αγγίξει τίποτε, και με το που ολοκλήρωσε την σκέψη της, η νεράιδα ήταν εκεί κάθονταν πάνω σε ένα οντά με παχιές κουβέρτες και μαξιλάρες και μετάξια γυαλιστερά απλωμένα γύρο γύρο.

Η νεράιδα τους πλησίασε και τους καλησπέρισε. Δεν μιλούσε όμως με την γλώσσα της, ήταν μια φωνή που έρχονταν από το μέρος της, αλλά δική της δεν ήταν.

Την καλησπέρισαν και αυτοί και το ξωτικό μπήκε αμέσως στο θέμα.

– Νεράιδα μου όμορφη, του ποταμού μας κόρη, η θυγατέρα της κυράς είναι έτοιμη για γέννα, αλλά θα είναι Χριστούγεννα και είναι κακό μαντάτο για το παιδί και την κυρά και για την μωρομάνα. Βοήθεια σου με αντίκρισμα ότι ζητάς και θες θα σου το δώσει.

Η νεράιδα της χτύπησε χορδή, πρώτον δεν θα επέτρεπε σε κανένα καλικάντζαρο να πάρει παιδί από το τόπο της μια φορά την είχε πατήσει και την ξεγέλασαν και από τότε δεν είχε τις καλύτερες των εντυπώσεων με τους κάους, χώρια ότι κόβουν το δέντρο ,το δέντρο της ζωής.

Εντάξει θα σας βοηθήσω! Θα πας και θα βρεις μαλλί από πρόβατο αγνό άσπρο να είναι και αφράτο και αντάμα με άλλες τέσσερις θα κάτσεις και θα πλέξεις ένα πουκάμισο μικρό και προσευχή θα κάνεις. Και μόλις έρθει το μωρό ανήμερα εικοσιπέντε θα του φορέσεις το πουκάμισο μέχρι να γυρίσει χρόνος.

Μόνο μαλλί; την ρώτησε.

Όχι θα αδράξεις και λινάρι από το ποταμό, μα μόνο εφτά κλωνάρια, και αυτό θα γίνει σήμερα και πριν γυρίσει η μέρα. Τράβα και σφάξε χοιρινό μικρό να είναι τώρα. Τα άντερα και σωθικά σε εμένα θα μου φέρει και από την λεχώνα γέμισε από το γάλα της ετούτο και άστα στο κατώφλι μου και χρέος δεν έχεις άλλο.

Να σαι καλά και ευχαριστώ, είπε και γύρισαν να φύγουν.

Μόλις βγήκε έξω από την σπηλιά το ξωτικό την τράβηξε κοντά και είπε:

– Λοιπόν εσύ θα κάνεις ότι σου είπε, αλλά με το που γεννηθεί το μωρό φώναξε την νονά του και αεροβαπτίστε το αμέσως και επιτόπου. Τώρα με το που θα ξυπνήσεις τράβα να φωνάξεις τις γυναίκες να είστε έτοιμες να ράψετε, τα υλικά θα στα βρω εγώ. Και της δίνει μια σπρωξιά τόσο δυνατή που εκείνη ξύπνησε στο πάτωμα.

Δεν δυσκολεύτηκε να σηκωθεί από το πάτωμα, αλλά το κεφάλι της ακόμα γύριζε, και έφυγε να φωνάξει τις γυναίκες που θα χρειάζονταν. Η ώρα ήταν πια 11 το βράδυ.

Μαζεύτηκαν όλες λοιπόν και τα υλικά ήταν πάνω στο τραπέζι, όπως της είχε πει το στοιχειό.

Και λέγοντας ότι ευχή και προσευχή ήξεραν έφτιαχναν το πουκαμισάκι. Κατά τις μία το πρωί ήταν πια έτοιμο.

Δεν πέρασε ούτε μισή ώρα και φωνή του γαμπρού της ακούστηκε καθαρά να έρχεται από το δρόμο και να σχίζει την σιωπή.

Όλες μαζί και πήγαν στο σπίτι της κόρης της, μπήκαν και η μαμή τους είπε ότι μόλις έσπασαν τα νερά. Μόνο η γιαγιά και η νονά του μωρού μπήκαν μέσα στο δωμάτιο. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και ένα κλάμα τσιριχτό έδωσε σε όλους μέσα στο σπίτι ένα χαμόγελο και φωνές και χαρά.

Η γιαγιά πήρε το μωρό να το πλύνει, αλλά αντί για αυτό το έδωσε στην νονά και εκείνη το σήκωσε στον αέρα φωνάζοντας «και το όνομα αυτού» φωνάζοντας κανονικά το όνομα του πεθερού της κόρης. Μετά η νονά έβγαλε από το λαιμό της ένα ξύλινο σταυρουδάκι και του το φόρεσε στο λαιμό.

Μαζί με την γιαγιά του, το έπλυναν και το καθάρισαν και του φόρεσαν το πουκαμισάκι του.

Μόλις βγήκε η μαμή από το δωμάτιο, η μάνα είπε στην κόρη της για το πουκάμισο του μωρού και το γιατί και το πώς. Στο πρόσωπο της ένα χαμόγελο εμφανίστηκε.

Το μεσημέρι η γιαγιά είπε του γαμπρού να σφάξει ένα γουρουνάκι και να της το πάει στο σπίτι για να μαγειρέψει πιο καλό φαγητό μιας και με την γέννα την παραμονή δεν είχε κάνει τίποτε σε φαγητό. Και αυτό και έγινε. Η γιαγιά έβαλε τα εντόσθια σε μια πήλινη και το φιαλίδιο με το πρωτόγαλα, που είχε ζητήσει η νεράιδα, και κίνησε αυτή την φορά στο ξύπνιο της να πάει να βρει την σπηλιά. Την βρήκε και άφησε από έξω τα πεσκέσια. Αφού γύρισε να φύγει, έστρεψε το κεφάλι της να δει αν είναι ακόμα εκεί τα πράγματα, αλλά αυτά είχαν γίνει ήδη καπνός. Θα έπαιρνε όρκο ότι όπως φυσούσε ο αέρας μέσα στα ελάχιστα φύλλα του πλάτανου ότι άκουσε την λέξη καλορίζικο.

Η γιαγιά γύρισε σπίτι και είχε ακόμα να κάνει δύο πράγματα. Με το που μπήκε στο σπίτι έπιασε ένα ποτήρι και έβαλε νερό με μέλι και ροδόσταμο και το

άφησε στο πεζούλι της πόρτας και εκείνη πήγε για ύπνο. Το όνειρο ήταν καλύτερο από το στοιχειό να το φωνάξει μόνο γιατί δεν θα το άκουγε. Και πάλι στο ίδιο σημείο καθισμένο και χαμογελαστό και η γιαγιά από δίπλα. Εκείνη δεν έχασε ευκαιρία και άρχισε να το ευχαριστεί και να το ρωτάει τι θέλει, γιατί ήθελε να του ζητήσει ακόμα μια χάρη.

Εκείνο ζήτησε να μάθει τι χρειάζονταν ακόμα και εκείνη είπε

Θέλω να πιάσω ένα κάο! Να δω αν πραγματικά το μωρό είναι ασφαλή.

Το στοιχειό γέλασε

Αυτό είναι κάτι που θα ήθελα να το δω!!! και τη δασκάλεψε πώς θα πιάσει ένα καλικάντζαρο.

Μια και δυο πάει σπίτι της και παίρνει τρία πιάτα όσα και τα σκαλοπάτια στο σπίτι της κόρης της. Εκεί έβαλε ένα πιάτο σε κάθε επίπεδο μέχρι το τελευταίο σκαλί. Μέσα στο πρώτο έβαλε μέλι και ένα σπυρί σουσάμι, στο δεύτερο ανακάτεψε το μέλι με λιβάνι και το άπλωσε στο πιάτο και έβαλε μέσα πάλι ένα σπυρί σουσάμι. Στο τρίτο όμως το πιάτο ήταν βαθύ και το μέλι ξεχείλιζε και έβαλε και εκεί μόνο ένα αμύγδαλο στην μέση του πιάτου.

Δεν πρόλαβε να κλείσει την πόρτα και άκουσε τα πιάτα να χτυπάνε. Πήγε πίσω από την χαραμάδα της μισάνοιχτης πόρτας και τον είδε το Κάο κολλημένο μέσα στο δεύτερο πιάτο και μπλεγμένο μέσα στο τρίτο.

Έτρεξε μέσα και πήρε ένα πανί που το έσκισε στην μέση μέσα δύο τρύπες, αλλά δεν το ξήλωσε το γύρισε γύρο από τα μάτια της για να μπορεί να δει στα ανάμεσα και ανοίγει την πόρτα. Ο καλικάντζαρος ήταν λίγο μικρότερος από το στοιχειό του σπιτιού, αλλά τα μούτρα του ήταν άσχημα και κακά σαν γέρος με κακία. Με μια κόκκινη κλωστή του έδεσε τα χέρια και τα πόδια και του τον σήκωσε από την μέση και του είπε:

Εγώ σου έβαλα το μέλι, εγώ σε έπιασα θα μιλάς και θα σε ακούω μόνο εγώ και μόνο απόψε και αν δεν μου πεις αλήθεια σε ότι σε ρωτήσω θα σε βουτήξω μέσα σε ένα κουβά αγιασμό καημένε μου.

Εκείνος έκανε να βρίσει, αλλά το στοιχειό την δίδαξε καλά. Μόλις άνοιξε το στόμα του μια πλάκα σαπούνι βρέθηκε αντιμέτωπη με την γλώσσα του, τα μάτια του πρηστήκαν και ο ίδιος κοκκίνισε. Η γιαγιά του είπε:

«σαπούνι μες το στόμα σου για καθαρό το λόγο

ούτε ψευτιά ούτε κακό να πεις μπορείς πια τώρα

και αν βλαστημήσεις γάργαροι αφροί να γίνουν οι κατάρες

από το στόμα σου να κολλήσουνε να μην μπορούν να βγούνε»

Ο καλικάντζαρος ανήμπορος με αυτήν που έτυχε σήμερα μπροστά του παραδόθηκε

Τι θέλεις κυρά;

Να μιλήσουμε;

Και τι να πούμε;

Εσύ θα πεις ότι σε ρωτήσω, αλλιώς με φρέσκο αγιασμό εγώ θα σε ραντίσω.

Ότι θες κυρά ρώτα με, ρώτα με, ρώτα με

Τα μωρά που είναι γεννήματα ανήμερα τα Χριστούγεννα τι τα κάνετε;

Μόνο τα αρσενικά κυρά τα παίρνουμε μαζί μας και τα έχουμε στο κόσμο μας για να μας βοηθούν στο κόψιμο του δέντρου.

Και πως τα ξεχωρίζετε και τα παίρνετε και ξέρετε πότε είναι γεννημένα;

Α εμείς δεν ξέρουμε, αυτά υπνοβατούν και βρίσκουν μας ή αν είναι πολύ μωρά το κλάμα τους φωνάζει μας

Α εντάξει λοιπόν για πάμε να δούμε.

Αρπάζει λοιπόν τον καλικάντζαρο, τον τυλίγει τα μάτια με ένα μαύρο μαντίλι να μην μπορεί να δει και πάει έξω από την πόρτα του δωματίου του μωρού και ανοίγει την πόρτα. Πάει στο κρεβάτι του και το κανάκεψε μέχρι να ξυπνήσει και να κλάψει. Μόλις έκλαψε λίγο ο καλικάντζαρος κόντεψε να τρελαθεί έκλεινε τα αφτιά του και ούρλιαζε.

Αφού τον έβγαλε έξω από το σπίτι της λέει:

– Δε ξέρω πότε είναι γεννημένο το παιδί σας κυρά, αλλά σαν με έβαζες στα αφτιά μου μέσα καλαμιές είναι το κλάμα του δεν είναι κάος!

Εκείνη χαμογέλασε και είπε

– Το βράδυ για την ταλαιπωρία θα σου αφήσω ένα κομμάτι χοιρινό κρέας στο πεζούλι , αλλά έκαμες άλλη ζημιά θα σε ξαναβρώ

– Ότι πεις κυρά! είπε και τρέχοντας έδωσε ένα πήδο στην μέση του δρόμου και εξαφανίστηκε.

Κάνοντας να βγάλει το μαντίλι από τα μάτια της ένα χεράκι άγγιξε το χέρι της, γύρισε το πρόσωπο της και είδε το στοιχειό.

– Καλός το μου! Τι θέλεις να σε δώσω; Τι θες να σε κεράσω; Τι;

– Εκεί, εκεί και εκεί θα φυτέψεις κρίνους και εδώ ροδοσταμιά, ακόμα μια και λεβάντα ακόμα και στου σπιτιού σου την αυλή θέλω και εκεί κρινάκια και αν βρεις και καμπανούλες και εκείνα, εγώ τα θέλω.

– Μόνο αυτό; ρώτησε η γιαγιά.

– Νερό σε ένα λεκανάκι έξω από το σπίτι να έχεις για όλα τα πλάσματα να ξεδιψούν , και όταν στρώνεις για φαΐ στο σπίτι που έχεις φαγητό , σερβίτσιο να μου έχεις είτε για με ή για άνθρωπο που έτυχε να ξεπέσει.

– Εντάξει! είπε η γιαγιά και έβγαλε το μαντίλι, αλλά και δυο ήξεραν καλά ότι είχαν ακόμα να κάνουν παρέα και αλλά πράγματα και θα τα έλεγαν πολύ σύντομα ξανά.

το παρόν δημοσιεύτε με την συνέναιση του συγραφέα αποκλειστικά και μόνο για την σελιδα okaos.gr

στην παρούσα έκδωση επιτρέπετε η αναδημοσίευση του κρατόντας τα νόμιμα δικαιόματα πνευματικής ιδιοκτησίας σε μέσα κοινονικής δικτίωσης χωρίς όμως το δικαίωμα αναπαργωγής ή εκτύπωσης η της δραματοποίησης του , χωρίς την άδεια του δημιουργού του.

Το παραμύθι είναι μέρος της συλογής 12 νύχτες ! του Παυλούς Νικόλα.

Leave a Reply

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Trending

Exit mobile version