Χιούμορ
Το Μυστήριο του χαμένου καπαμά ! (χρονογράφημα)

Το Μυστήριο του Χαμένου Καπαμά!
Ο Αναστάσης, όπως κάθε Πάσχα για δεκαετίες, βρισκόταν ανάμεσα στη Σκύλα και τη Χάρυβδη. Ο αγαπητός συγχωριανός ήταν παντρεμένος με την Ανθούλα – ή όπως την φώναζε η μάνα της, “Τουλί” (μιας και η πεθερά του ήταν από τον Αρχάγγελο).
Η Ανθούλα, δυναμική, άριστη μαγείρισσα και στοργική μητέρα, κάθε χρόνο τιμώντας την καταγωγή της, ετοίμαζε την περιβόητη ριφική – ή “λεκάνη”, όπως ονομάζεται ο αντίστοιχος τρόπος μαγειρέματος του αρνιού στη Νότια Ρόδο.
Η Ειρήνη, όμως, αδερφή του Αναστάση και σύζυγος του Αντώνη, πάντα στο τραπέζι του Πάσχα, που γινόταν παραδοσιακά στο σπίτι των γονιών τους, ερχόταν με τον δικό της καπαμά!
Φέτος, οι άντρες της οικογένειας είχαν προτείνει να κάνουν σούβλα και είχαν συμφωνήσει να αναλάβουν το ψήσιμο οι ίδιοι. Δεν ήθελαν τίποτα περισσότερο από το να ασχοληθούν με τον οβελία και να απολαύσουν τις μπίρες τους μακριά από την ασταμάτητη μουρμούρα των γυναικών και τον ανταγωνισμό τους για το ποιο από τα δύο εδέσματα είναι καλύτερο.
Ο ξυλόφουρνος άναψε από το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου και ο καπαμάς, μαζί με τη ριφική, μπήκαν στον καλά προετοιμασμένο φούρνο της οικογένειας για να ψηθούν αργά, στην κατάλληλη θερμοκρασία.
Όμως, επιστρέφοντας από την Ανάσταση αργά την νύχτα, το σκηνικό ήταν… το λιγότερο, εφιαλτικό:
Καπαμάς και ριφική είχαν εξαφανιστεί από τον φούρνο, που ήταν ορθάνοιχτος!
Οι γυναίκες, αν και είχαν φάει από τρία πιάτα μαγειρίτσας, παρέμεναν απαρηγόρητες. Την επόμενη μέρα, έβαλαν στο τζατζίκι πάνω από δύο κεφάλια σκόρδο η καθεμία για τη στεναχώρια που είχαν ! και για να συνοδεύσουν τον οβελία που, ενώ αρχικά είχαν προβάλει βέτο και αφού εκείνη την στιγμή ήταν η μόνη λύση για να μη φάνε μακαρονάδα το Πάσχα.
Η σούβλα στήθηκε από νωρίς. Οι μπίρες ήταν παγωμένες. Το τάβλι έδινε κι έπαιρνε όσο ο οβελίας γύριζε νοχελικά, υπό τη μουσική υπόκρουση της Γωγώς Τσαμπά. Για τους άντρες, ήταν μια στιγμή παραδείσου.
Οι γυναίκες όμως, κατσουφιασμένες, με σκέψεις κυκλοθυμικές, αναρωτιούνταν τι απέγιναν τα φαγητά και –φυσικά– υποψιάζονταν ότι κάπου, η μία από την πλευρά της άλλης, κάποιος εμπλεκόταν…
Ο παράδεισος των αντρών όμως άρχισε να συννεφιάζει όταν τηλεφώνησε η ξαδέρφη στο σταθερό (κι όχι στο κινητό), και το σήκωσε η Ανθούλα.
Βγαίνοντας στην αυλή, ζήτησε σοβαρά από την Ειρήνη να πάνε μέσα.
Οι άντρες δεν κατάλαβαν τι συνέβαινε και συνέχιζαν να απολαμβάνουν τη γαλήνη τους… μέχρι που οι δύο γυναίκες επέστρεψαν από το σπίτι της ξαδέρφης με τον καπαμά και τη ριφική στα χέρια.
Ο τρόμος ήταν τώρα ζωγραφισμένος στα πρόσωπά τους. Ο κρύος ιδρώτας τούς κατέκλυσε, και οι καρδιές τους χτυπούσαν δυναΤΑ ΤΑ ΤΑ ΤΑ – συγγνώμη, παρασύρθηκα…
Το σχέδιό τους είχε αποκαλυφθεί: είχαν βάλει τους γιους τους να μεταφέρουν τα φαγητά στο παραδίπλα σπίτι της ξαδέρφης, με τη δικαιολογία πως “ο φούρνος δεν είχε καλή θερμοκρασία”, για να ψήσουν εκεί και να βάλουν τελικά… τη σούβλα τους!
Αποτέλεσμα;
Το μενού της οικογένειας για την υπόλοιπη εβδομάδα ήταν αρνί – σκέτο. Χωρίς καν λίγο δολοφονικό, βαμπιροκτόνο τζατζικάκι δίπλα.
Παρά τα παρακαλετά των συζύγων, ότι “θα τους ανέβει η χοληστερίνη στο Έβερεστ” και παρότι σχεδόν έκλαιγαν ζητώντας λίγη σαλάτα, οι σκληρές γυναίκες σταματούσαν την κουβέντα με το πιο πανίσχυρο όπλο όλων των εποχών:
την παντόφλα που συνόδευε όλα τα γεύματα τους μέχρι την λήξη της τιμωρίας τους και ήταν σταθερά στο χέρι των γυναικών τους. .
Υ.Γ. Η ιστορία είναι καθαρά φανταστική. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα, ονόματα και καταστάσεις είναι εντελώς τυχαία. 😉