Ιστορίες του Κάου
Εχω νέα για τους περίεργους θορύβους που ακούγονται

Πήγε, που λες προχτές , ο μπάρμπας ο Μαλόνης στο χτήμα. Εκεί που πότιζε, του μπήκε στο μάτι μια συστάδα αγριοκρεμμύδες. Τις λιμπίστηκε ( μην τον παρεξηγείς, έχει κάτι γκουρμέ αναλαμπές ) και τις μάζεψε και τις πήγε κατευθείαν στη θεία Μαριέττα.
Μαρ. – Τι τις έφερες, βρε φταδά, αυτές τις αηδίες εδώ;
Μαλ. – Να τις μαγειρέψεις, που είναι νηστίσιμες, μυρωδάτες και νόστιμες.
Μαρ. – Και πώς να σε τα κάμω; Ούτε εγώ ούτε τα παιδιά θα τα φάνε – στο λέω από τώρα.
Μαλ. – Είσαστε όλο ιδιοτροπίες. Άμα γίνει πόλεμος, να δω τι θα φάτε!
Μαρ. – Μαλόνη, πόλεμο δεν έχουμε με κανένα εκτός με τους καβούρους που έχεις στην τσέπη σου . Αλλά άμα τα φας, θα νομίζουν στο χωριό πως μας βομβαρδίζουν. Φάε καλύτερα το πιλάφι που έκαμα και άσε μας ήσυχους.
Μαλ. – Βλακείες! Όποιος κλ@νει τακτικά, γιατρό κρατά μακριά!
Μαρ. – Και νομίζεις ότι η πορδή ξεχωρίζει επαγγέλματα! Όλοι σε απόσταση θα είναι.
Μαλ. – Άντε πια, τα ξέρεις όλα. Εγώ θέλω να τις μαγειρέψεις γιαχνιστές.
Μαρ. – Ό,τι πεις…
Αποτέλεσμα;
Ο θείος Μανόλης σήμερα το πρωί είχε επισκέψεις. Όχι απλές. Ήρθε μεγάλη εταιρεία φυσικού αερίου για συμβόλαιο βραχείας συνεργασίας. Το μπαμ που ακούσατε δεν ήταν από γλέντι. Ήταν ο γείτονας που πήγε να ανάψει το καμινέτο για καφέ και ξέφυγε ένα μικρό νέφος… από το σπίτι του Μανόλη.
Όλοι είναι, ευτυχώς, καλά στην υγεία τους, εκτός απ’ τον γείτονα, που λανσάρει νέα μόδα: αποτριχωμένα φρύδια και φράντζα καρβουνιασμένη.
Ρεπορτάζ από τον απεσταλμένο του Κάος:
- Η θεία Μαριέττα κοιμήθηκε χθες στην κόρη της. Παρά τις αντιρρήσεις του γαμπρού, που τελικά υποχώρησε όταν τον απείλησαν με το ταπεράκι της.
- Ο γείτονας δεν θα κάνει μήνυση. Πάντα έλεγε πως είχε πολλές τρίχες και τώρα θα πλένεται πιο γρήγορα τα πρωινά.
- Ο Μανόλης, μέχρι στιγμής, έχει προμηθεύσει όλο το χωριό με φιάλες φυσικού αερίου. καλά γεμάτες.
🎉 Καλή Ανάσταση σε όλους
…και με μέτρο τα κρεμμύδια – φρέσκα, ξερά ή άγρια. Ειδικά τα άγρια. Και για το στομάχι σας αλλά και για τον πληθυσμό γύρω σας.

Τέχνες
Του Κάου το πουκάμισο-Αφαντενό παραμύθι
ΝΙΚΟΛΑΣ ΠΑΥΛΟΥΣ·ΔΕΥΤΕΡΑ, 29 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2018·Πρώτη ηλεκτρονική έκδοση στην ομάδα Εχω στα αφαντενά προφίσιενσι !

Η είκόνα είναι απο πραγματικό πουκάμισο Κάου ! παιδιού που γεννήθηκε ανήμερα τα χριστούγεννα και φτιάχτηκε απο τις γυναίκες της οικογένειας του στην δεκατία του 50!
Οι φωνές της ετοιμόγεννης ακούγονταν σχεδόν μέχρι την στροφή της γειτονιάς και το σπίτι ήταν το προτελευταίο. Ο κόσμος έκανε τις τελευταίες προετοιμασίες πριν βραδιάσει παραμονή Χριστουγέννων, άλλωστε οι φούρνοι είχαν ανάψει και τα φαγητά μοσχοβολούσαν σε όλο το χωριό. Αλλά δυστυχώς ούτε η καλή διάθεση ούτε οι μυρωδιές την βοηθούσαν να γεννήσει. Η μαμή του χωριού ήταν δίπλα της από το πρωί και είχε σχεδόν μεσημεριάσει. Η μάνα της ήταν εδώ και τέσσερις νύχτες δίπλα της μια και ήταν στις μέρες της.
– Δεν γεννάει η κόρη σου σήμερα όσο και να κοιλοπονεί δεν είναι πόνοι γέννας. Είναι από το ότι το παιδί, είναι μεγάλο και είναι έτοιμο να βγει και την πιέζει. Θα της δώσω κάτι να πιεί να χαλαρώσει, αλλά δεν έχουν σπάσει ακόμα τα νερά της , φύγε και εσύ για λίγο να ξεκουραστείς να δεις και το σπίτι σου λίγο.
Στην αρχή η μάνα της έκανε την δύσκολη, αλλά η μαμή τη καθησύχασε
– Αν σπάσουν τα νερά, θα στείλω το γαμπρό σου να σε φωνάξει.
Έκανε να φύγει λοιπόν γιατί η έννοια της ήταν άλλη. Να μην γεννήσει ανήμερα τα Χριστούγεννα, αλλά δεν το έβλεπε να γίνετε έτσι. Το κακό με τα παιδιά που γεννιούνται ανήμερα Χριστούγεννα τα έπαιρναν οι Κάοι (καλικάντζαροι) πριν το παιδί κλείσει τα δώδεκα του χρόνια. Και τι γιαγιά θα ήταν αυτή αν το άφηνε να συμβεί; «Του παιδιού μου το παιδί δυο φορές παιδί μου», σκέφτηκε και έτρεξε αμέσως για το σπίτι της και αν και είχε τα χρονάκια της το έλεγε η περδικούλα της, μπήκε στο σπίτι μέσα σαν σίφουνας και έτρεξε
στο εικονοστάσι που ήταν η στεφανοθήκη της. Την κατέβασε και άνοιξε το πίσω μέρος τις θήκης και έβγαλε από μέσα ένα μικρό δεφτέρι σαν την παλάμη της. Δεν της πήρε πολύ χρόνο να βρει τη σελίδα που έψαχνε. Την διάβασε προσεκτικά και τοποθέτησε τα πάντα στην θέση τους σαν να μην τα είχε αγγίξει ποτέ κανένας.
Πήγε στο σταμνί και έβαλε μέσα σε ένα καλό ποτήρι νερό, έκοψε ένα φύλο από την ροδοσταμιά στην γλάστρα (αρμπαρόριζα) και το έβαλε μέσα στο νερό και πρόσθεσε ένα γενναίο κουτάλι με μελί από το καλό και τα ανακάτεψε με ένα κουτάλι.
Πήγε στην πόρτα την έγειρε στην μέση ώστε να μην είναι ούτε ανοιχτή, αλλά ούτε κλειστή και άφησε το ποτήρι στο πεζούλι. Τσέκαρε ότι μπορούσε να δει από την χαραμάδα το πεζούλι , γιατί αν θες να δεις τα απόκοσμα πρέπει να τα κοιτάξεις από τα ανάμεσα από εκεί που βλέπεις και δεν βλέπεις, και άρχισε να τραγουδάει πίσω από την πόρτα ένα νανούρισμα θα το έλεγε κανείς που δεν ήξερε:
Έλα παιδάκι των ανθών και του σπιτιού κολόνα,
Έλα που σε παρακαλώ και σ’ έχω ανάγκη τώρα,
Έλα το καλορίζικό στοιχειό μου, του σπιτιού μου,
Έλα το σε παρακαλώ να καλοπορευθούμε !
Και κρυφοκοίταζε πίσω από τη πόρτα στην χαραμάδα. Το στοιχειό εμφανίστηκε πήρε το ποτήρι και άρχισε να πίνει λαίμαργα το νερό φτάνοντας το ποτήρι στην μέση και το άφησε πάλι κάτω.
Το στοιχειό ήταν σαν μικροκαμωμένο παιδάκι, γύρο στα τέσσερα χρόνια ντυμένο με φύλλα ραμμένα μεταξύ τους. Ένα κεφαλάκι στρογγυλό με τεράστια μάτια γαλανά και μαλλάκια μπλεγμένα λαούτες (κοτσίδια κολλημένα στο κεφάλι) πίσω πιασμένα.
Στοιχειό του οίκου μου εσέ, σε χρειάζομαι απόψε
Η κόρη μου κοιλοπονάει και απόψε να γεννήσει.
Αλλά αν γεννήσει αύριο μόνο κακό θα φέρει,
Θα γίνει κάος το μωρό και πίκρα θα γεμίσει.
Βοηθάμε σε παρακαλώ τα μαγικά να λύσω
Και από εμένα ότι θες εγώ να σου χαρίσω.
Κλείνω τώρα την πόρτα μου και εσύ ελεύθερο είσαι.
Θα πέσω εγώ να κοιμηθώ και στο όνειρο μου έλα
Και ότι πρέπει να μου πεις και ότι θέλεις θα έχεις.
Με το που τελείωσε τα λόγια, δεν έχασε την ευκαιρία και έπιασε το ποτήρι και ήπιε το υπόλοιπο νερό. Ίσα που πρόλαβε να κλείσει την πόρτα πίσω της και φτάσει στο πλησιέστερο κρεβάτι, γιατί μια ζάλη της έπεσε στο κεφάλι και της έκοβε τον αέρα από τα στήθη, με το που ακούμπησε στο στρώμα όλα έσβησαν .
Μέσα στον ύπνο της νόμιζε ότι έπεφτε κάπου από κάποιο ύψος, αλλά δεν την τρόμαζε για να ξυπνήσει. Μετά χρώματα παντού ανακατεμένα την τύλιξαν σαν ένα ελαφρύ μεταξωτό μαντίλι και έκοψαν την πτώση της. Σαν ιστός από μετάξι διέλυσαν όλα μόλις κούνησε τα χέρια της και βρέθηκε κάτω από ένα πλάτανο. Εκεί στην πιο ψηλή του ρίζα πάνω, κάθονταν το στοιχειό του σπιτιού της που την καλωσόρισε πρώτο:
– Καλός μας ήρθες , μην φοβάσαι σε παρακαλώ.
– Δεν φοβάμαι , αλλά πού είμαστε; Είναι γνωστό το μέρος .
– Στην πίσω πλευρά του Αι Γιώργη στο μεγάλο πλάτανο στις γαλαρίες (Σπηλιές φυσικές σε σαθρά εδάφη)
– Και τι κάνουμε εδώ;
– Θα πάμε μαζί να δούμε την νεράιδα.
– Την ποια; Εκεί λίγο το αίμα της πάγωσε.
– Μην φοβάσαι λέμε, όνειρο βλέπεις. Αν γίνει οτιδήποτε ξυπνάς, επειδή είναι καλύτερα και πιο ασφαλές προτίμησα να την δούμε στον ύπνο σου και όχι στον ξύπνιο σου. Έχεις ακούσει για την χάρη της, στον ύπνο σου όμως δεν
μπορεί να κάνει τίποτε ούτε την φωνή να σου πάρει ,ούτε να σου κάνει τίποτε κακό αρκεί να μην της πεις το όνομα σου. Πρόσεξε μην σε ρωτήσει και το πεις.
– Για παλαβή με έχεις; χαμογέλασε και άρχισαν να περπατάνε προς μια σπηλιά.
– Α και αν σε ρωτήσει τι κάνει παπαδιά μην απαντήσεις. Γιατί έγινε κάτι μεταξύ τους. Άσε μεγάλη ιστορία, αλλά θα την πούμε άλλη ώρα…
Φτάνοντας στην σπηλιά ένα απόκοσμο φως έβγαινε από μέσα. Η αλήθεια είναι ότι τα χρειάστηκε λίγο. Η νεράιδα είχε πλανέψει πολλούς και έχασαν τα λογικά τους και ακούγονταν ότι είχε καταραστεί και κόσμο μέχρι το θάνατο.
«Του παιδιού μου το παιδί δύο φορές παιδί μου» σκέφτηκε και προχώρησε.
Με το που μπήκαν στο λημέρι της νεράιδας κόντεψε να της κοπεί της ίδιας η λαλιά. Ήταν ένα τεράστιο δωμάτιο που δεν μπορούσες να καταλάβεις το σχήμα του. Τεράστιο και ψηλοτάβανο με ράφια γεμάτα από λόγιο, λόγιο πράγματα. Μπουκάλια και βάζα με διάφορα περίεργα περιεχόμενα, βιβλία, λουλούδια να κατεβαίνουν αν καταρράκτες από το ταβάνι ή να είναι μέσα σε γλάστρες, διάφορα εργαλεία σαν κατσαρόλια και πολλά πράγματα που δεν είχε δει πότε άλλοτε στην ζωή της. Στο κέντρο το δωματίου είχε πολλά τραπέζια, το κάθε ένα φορτωμένο διάφορα πράγματα, όπως φαγητά μαγειρεμένα στο, ένα το πιο μεγάλο στην άκρη στο δωμάτιο λες και περίμενε να φάνε 10 άτομα. Άλλο φορτωμένο από βιβλία ανοιχτά και κλειστά, άλλο με βάζα και φιάλες πάνω και άλλα μόνο με γλαστράκια και φυτά. Ήξερε ότι δεν έπρεπε να αγγίξει τίποτε, και με το που ολοκλήρωσε την σκέψη της, η νεράιδα ήταν εκεί κάθονταν πάνω σε ένα οντά με παχιές κουβέρτες και μαξιλάρες και μετάξια γυαλιστερά απλωμένα γύρο γύρο.
Η νεράιδα τους πλησίασε και τους καλησπέρισε. Δεν μιλούσε όμως με την γλώσσα της, ήταν μια φωνή που έρχονταν από το μέρος της, αλλά δική της δεν ήταν.
Την καλησπέρισαν και αυτοί και το ξωτικό μπήκε αμέσως στο θέμα.
– Νεράιδα μου όμορφη, του ποταμού μας κόρη, η θυγατέρα της κυράς είναι έτοιμη για γέννα, αλλά θα είναι Χριστούγεννα και είναι κακό μαντάτο για το παιδί και την κυρά και για την μωρομάνα. Βοήθεια σου με αντίκρισμα ότι ζητάς και θες θα σου το δώσει.
Η νεράιδα της χτύπησε χορδή, πρώτον δεν θα επέτρεπε σε κανένα καλικάντζαρο να πάρει παιδί από το τόπο της μια φορά την είχε πατήσει και την ξεγέλασαν και από τότε δεν είχε τις καλύτερες των εντυπώσεων με τους κάους, χώρια ότι κόβουν το δέντρο ,το δέντρο της ζωής.
– Εντάξει θα σας βοηθήσω! Θα πας και θα βρεις μαλλί από πρόβατο αγνό άσπρο να είναι και αφράτο και αντάμα με άλλες τέσσερις θα κάτσεις και θα πλέξεις ένα πουκάμισο μικρό και προσευχή θα κάνεις. Και μόλις έρθει το μωρό ανήμερα εικοσιπέντε θα του φορέσεις το πουκάμισο μέχρι να γυρίσει χρόνος.
– Μόνο μαλλί; την ρώτησε.
– Όχι θα αδράξεις και λινάρι από το ποταμό, μα μόνο εφτά κλωνάρια, και αυτό θα γίνει σήμερα και πριν γυρίσει η μέρα. Τράβα και σφάξε χοιρινό μικρό να είναι τώρα. Τα άντερα και σωθικά σε εμένα θα μου φέρει και από την λεχώνα γέμισε από το γάλα της ετούτο και άστα στο κατώφλι μου και χρέος δεν έχεις άλλο.
– Να σαι καλά και ευχαριστώ, είπε και γύρισαν να φύγουν.
Μόλις βγήκε έξω από την σπηλιά το ξωτικό την τράβηξε κοντά και είπε:
– Λοιπόν εσύ θα κάνεις ότι σου είπε, αλλά με το που γεννηθεί το μωρό φώναξε την νονά του και αεροβαπτίστε το αμέσως και επιτόπου. Τώρα με το που θα ξυπνήσεις τράβα να φωνάξεις τις γυναίκες να είστε έτοιμες να ράψετε, τα υλικά θα στα βρω εγώ. Και της δίνει μια σπρωξιά τόσο δυνατή που εκείνη ξύπνησε στο πάτωμα.
Δεν δυσκολεύτηκε να σηκωθεί από το πάτωμα, αλλά το κεφάλι της ακόμα γύριζε, και έφυγε να φωνάξει τις γυναίκες που θα χρειάζονταν. Η ώρα ήταν πια 11 το βράδυ.
Μαζεύτηκαν όλες λοιπόν και τα υλικά ήταν πάνω στο τραπέζι, όπως της είχε πει το στοιχειό.
Και λέγοντας ότι ευχή και προσευχή ήξεραν έφτιαχναν το πουκαμισάκι. Κατά τις μία το πρωί ήταν πια έτοιμο.
Δεν πέρασε ούτε μισή ώρα και φωνή του γαμπρού της ακούστηκε καθαρά να έρχεται από το δρόμο και να σχίζει την σιωπή.
Όλες μαζί και πήγαν στο σπίτι της κόρης της, μπήκαν και η μαμή τους είπε ότι μόλις έσπασαν τα νερά. Μόνο η γιαγιά και η νονά του μωρού μπήκαν μέσα στο δωμάτιο. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά και ένα κλάμα τσιριχτό έδωσε σε όλους μέσα στο σπίτι ένα χαμόγελο και φωνές και χαρά.
Η γιαγιά πήρε το μωρό να το πλύνει, αλλά αντί για αυτό το έδωσε στην νονά και εκείνη το σήκωσε στον αέρα φωνάζοντας «και το όνομα αυτού» φωνάζοντας κανονικά το όνομα του πεθερού της κόρης. Μετά η νονά έβγαλε από το λαιμό της ένα ξύλινο σταυρουδάκι και του το φόρεσε στο λαιμό.
Μαζί με την γιαγιά του, το έπλυναν και το καθάρισαν και του φόρεσαν το πουκαμισάκι του.
Μόλις βγήκε η μαμή από το δωμάτιο, η μάνα είπε στην κόρη της για το πουκάμισο του μωρού και το γιατί και το πώς. Στο πρόσωπο της ένα χαμόγελο εμφανίστηκε.
Το μεσημέρι η γιαγιά είπε του γαμπρού να σφάξει ένα γουρουνάκι και να της το πάει στο σπίτι για να μαγειρέψει πιο καλό φαγητό μιας και με την γέννα την παραμονή δεν είχε κάνει τίποτε σε φαγητό. Και αυτό και έγινε. Η γιαγιά έβαλε τα εντόσθια σε μια πήλινη και το φιαλίδιο με το πρωτόγαλα, που είχε ζητήσει η νεράιδα, και κίνησε αυτή την φορά στο ξύπνιο της να πάει να βρει την σπηλιά. Την βρήκε και άφησε από έξω τα πεσκέσια. Αφού γύρισε να φύγει, έστρεψε το κεφάλι της να δει αν είναι ακόμα εκεί τα πράγματα, αλλά αυτά είχαν γίνει ήδη καπνός. Θα έπαιρνε όρκο ότι όπως φυσούσε ο αέρας μέσα στα ελάχιστα φύλλα του πλάτανου ότι άκουσε την λέξη καλορίζικο.
Η γιαγιά γύρισε σπίτι και είχε ακόμα να κάνει δύο πράγματα. Με το που μπήκε στο σπίτι έπιασε ένα ποτήρι και έβαλε νερό με μέλι και ροδόσταμο και το
άφησε στο πεζούλι της πόρτας και εκείνη πήγε για ύπνο. Το όνειρο ήταν καλύτερο από το στοιχειό να το φωνάξει μόνο γιατί δεν θα το άκουγε. Και πάλι στο ίδιο σημείο καθισμένο και χαμογελαστό και η γιαγιά από δίπλα. Εκείνη δεν έχασε ευκαιρία και άρχισε να το ευχαριστεί και να το ρωτάει τι θέλει, γιατί ήθελε να του ζητήσει ακόμα μια χάρη.
Εκείνο ζήτησε να μάθει τι χρειάζονταν ακόμα και εκείνη είπε
– Θέλω να πιάσω ένα κάο! Να δω αν πραγματικά το μωρό είναι ασφαλή.
Το στοιχειό γέλασε
– Αυτό είναι κάτι που θα ήθελα να το δω!!! και τη δασκάλεψε πώς θα πιάσει ένα καλικάντζαρο.
Μια και δυο πάει σπίτι της και παίρνει τρία πιάτα όσα και τα σκαλοπάτια στο σπίτι της κόρης της. Εκεί έβαλε ένα πιάτο σε κάθε επίπεδο μέχρι το τελευταίο σκαλί. Μέσα στο πρώτο έβαλε μέλι και ένα σπυρί σουσάμι, στο δεύτερο ανακάτεψε το μέλι με λιβάνι και το άπλωσε στο πιάτο και έβαλε μέσα πάλι ένα σπυρί σουσάμι. Στο τρίτο όμως το πιάτο ήταν βαθύ και το μέλι ξεχείλιζε και έβαλε και εκεί μόνο ένα αμύγδαλο στην μέση του πιάτου.
Δεν πρόλαβε να κλείσει την πόρτα και άκουσε τα πιάτα να χτυπάνε. Πήγε πίσω από την χαραμάδα της μισάνοιχτης πόρτας και τον είδε το Κάο κολλημένο μέσα στο δεύτερο πιάτο και μπλεγμένο μέσα στο τρίτο.
Έτρεξε μέσα και πήρε ένα πανί που το έσκισε στην μέση μέσα δύο τρύπες, αλλά δεν το ξήλωσε το γύρισε γύρο από τα μάτια της για να μπορεί να δει στα ανάμεσα και ανοίγει την πόρτα. Ο καλικάντζαρος ήταν λίγο μικρότερος από το στοιχειό του σπιτιού, αλλά τα μούτρα του ήταν άσχημα και κακά σαν γέρος με κακία. Με μια κόκκινη κλωστή του έδεσε τα χέρια και τα πόδια και του τον σήκωσε από την μέση και του είπε:
– Εγώ σου έβαλα το μέλι, εγώ σε έπιασα θα μιλάς και θα σε ακούω μόνο εγώ και μόνο απόψε και αν δεν μου πεις αλήθεια σε ότι σε ρωτήσω θα σε βουτήξω μέσα σε ένα κουβά αγιασμό καημένε μου.
Εκείνος έκανε να βρίσει, αλλά το στοιχειό την δίδαξε καλά. Μόλις άνοιξε το στόμα του μια πλάκα σαπούνι βρέθηκε αντιμέτωπη με την γλώσσα του, τα μάτια του πρηστήκαν και ο ίδιος κοκκίνισε. Η γιαγιά του είπε:
«σαπούνι μες το στόμα σου για καθαρό το λόγο
ούτε ψευτιά ούτε κακό να πεις μπορείς πια τώρα
και αν βλαστημήσεις γάργαροι αφροί να γίνουν οι κατάρες
από το στόμα σου να κολλήσουνε να μην μπορούν να βγούνε»
Ο καλικάντζαρος ανήμπορος με αυτήν που έτυχε σήμερα μπροστά του παραδόθηκε
– Τι θέλεις κυρά;
– Να μιλήσουμε;
– Και τι να πούμε;
– Εσύ θα πεις ότι σε ρωτήσω, αλλιώς με φρέσκο αγιασμό εγώ θα σε ραντίσω.
– Ότι θες κυρά ρώτα με, ρώτα με, ρώτα με
– Τα μωρά που είναι γεννήματα ανήμερα τα Χριστούγεννα τι τα κάνετε;
– Μόνο τα αρσενικά κυρά τα παίρνουμε μαζί μας και τα έχουμε στο κόσμο μας για να μας βοηθούν στο κόψιμο του δέντρου.
– Και πως τα ξεχωρίζετε και τα παίρνετε και ξέρετε πότε είναι γεννημένα;
– Α εμείς δεν ξέρουμε, αυτά υπνοβατούν και βρίσκουν μας ή αν είναι πολύ μωρά το κλάμα τους φωνάζει μας
– Α εντάξει λοιπόν για πάμε να δούμε.
Αρπάζει λοιπόν τον καλικάντζαρο, τον τυλίγει τα μάτια με ένα μαύρο μαντίλι να μην μπορεί να δει και πάει έξω από την πόρτα του δωματίου του μωρού και ανοίγει την πόρτα. Πάει στο κρεβάτι του και το κανάκεψε μέχρι να ξυπνήσει και να κλάψει. Μόλις έκλαψε λίγο ο καλικάντζαρος κόντεψε να τρελαθεί έκλεινε τα αφτιά του και ούρλιαζε.
Αφού τον έβγαλε έξω από το σπίτι της λέει:
– Δε ξέρω πότε είναι γεννημένο το παιδί σας κυρά, αλλά σαν με έβαζες στα αφτιά μου μέσα καλαμιές είναι το κλάμα του δεν είναι κάος!
Εκείνη χαμογέλασε και είπε
– Το βράδυ για την ταλαιπωρία θα σου αφήσω ένα κομμάτι χοιρινό κρέας στο πεζούλι , αλλά έκαμες άλλη ζημιά θα σε ξαναβρώ
– Ότι πεις κυρά! είπε και τρέχοντας έδωσε ένα πήδο στην μέση του δρόμου και εξαφανίστηκε.
Κάνοντας να βγάλει το μαντίλι από τα μάτια της ένα χεράκι άγγιξε το χέρι της, γύρισε το πρόσωπο της και είδε το στοιχειό.
– Καλός το μου! Τι θέλεις να σε δώσω; Τι θες να σε κεράσω; Τι;
– Εκεί, εκεί και εκεί θα φυτέψεις κρίνους και εδώ ροδοσταμιά, ακόμα μια και λεβάντα ακόμα και στου σπιτιού σου την αυλή θέλω και εκεί κρινάκια και αν βρεις και καμπανούλες και εκείνα, εγώ τα θέλω.
– Μόνο αυτό; ρώτησε η γιαγιά.
– Νερό σε ένα λεκανάκι έξω από το σπίτι να έχεις για όλα τα πλάσματα να ξεδιψούν , και όταν στρώνεις για φαΐ στο σπίτι που έχεις φαγητό , σερβίτσιο να μου έχεις είτε για με ή για άνθρωπο που έτυχε να ξεπέσει.
– Εντάξει! είπε η γιαγιά και έβγαλε το μαντίλι, αλλά και δυο ήξεραν καλά ότι είχαν ακόμα να κάνουν παρέα και αλλά πράγματα και θα τα έλεγαν πολύ σύντομα ξανά.
το παρόν δημοσιεύτε με την συνέναιση του συγραφέα αποκλειστικά και μόνο για την σελιδα okaos.gr
στην παρούσα έκδωση επιτρέπετε η αναδημοσίευση του κρατόντας τα νόμιμα δικαιόματα πνευματικής ιδιοκτησίας σε μέσα κοινονικής δικτίωσης χωρίς όμως το δικαίωμα αναπαργωγής ή εκτύπωσης η της δραματοποίησης του , χωρίς την άδεια του δημιουργού του.
Το παραμύθι είναι μέρος της συλογής 12 νύχτες ! του Παυλούς Νικόλα.
Life Style & Καθημερινότητα
Βού Στραβάρες: Η Σοφία Έφαγε Τα Μούτρα Της στη ΔΕΘ
Το ρομπότ Σοφία. Το είδαμε, το φωτογραφίσαμε, το ρωτήσαμε, το λιβανίσαμε. Και μετά, το είδαμε να σωριάζεται θεαματικά στο πάτωμα της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης. Πλακίτσα ή τραγωδία; Στην Ελλάδα όλα είναι και τα δύο μαζί.
Η Σοφία, για όποιον έχει μείνει ακόμα στη δεκαετία του ’90, είναι ένα από τα πιο εξελιγμένα ανθρωποειδή ρομπότ του κόσμου. Έχει γυρίσει όλο τον πλανήτη, έχει αποκτήσει υπηκοότητα στη Σαουδική Αραβία (την ώρα που εκεί οι γυναίκες δεν μπορούν ούτε να οδηγούν χωρίς άδεια) και ποζάρει πιο συχνά κι από influencer με φίλτρο τύπου “ρομποτικό γιασεμί”.
Στην Ελλάδα λοιπόν, όπως λέει και ο σοφός λαός – αυτός ο λιγοστός που ακόμα σκέφτεται – “στο κακορίζικο χωριό, βροντάει και τον Μάη”. Την έφεραν λοιπόν την καημένη τη Σοφία στη ΔΕΘ, την έστησαν σε μια σκηνή με φώτα, κάμερες, βουλευτές, μαθητές και περίεργους – και κάπου εκεί έγινε το αναπόφευκτο. Το ρομπότ, που υποτίθεται ότι διαθέτει αισθητήρες, κάμερες, “μάτια” και τεχνητή νοημοσύνη, δεν είδε τα σκαλιά μπροστά του και… σωριάστηκε με ολύμπια χάρη.
Φαρδιά πλατιά.
Κάτι ανάμεσα σε βυζαντινό ανάθεμα και slapstick κωμωδία του ’80.
Το κοινό, φυσικά, έπαθε ένα μικρό σοκ – και μετά γέλασε, γιατί Έλληνες είμαστε. Τώρα, αν η ίδια η Σοφία έχει νεύρα, αν καταράστηκε τους τεχνικούς της ή αν πλέον εκπαιδεύεται στα μυστικά του εκδικητικού κυβερνοπολέμου, θα το μάθουμε από την επόμενη της συνέντευξη στο… δελτίο των 8.
Το μάθημα;
Για όσους φοβούνται ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα μας σκλαβώσει, θα μας αντικαταστήσει και θα φτιάξει κόσμο χωρίς ανθρώπους — σήμερα ήταν μια καλή μέρα. Γιατί όλο αυτό το υπερτεχνολογικό θαύμα, έπεσε σαν κουτσό πιόνι από σκάκι επειδή δεν είδε ένα σκαλοπάτι.
Βέβαια, πριν χαρείτε υπερβολικά, να θυμάστε: κάθε φορά που η Σοφία την πατάει, μαθαίνει. Κι αυτό είναι το πιο ανατριχιαστικό και ταυτόχρονα συναρπαστικό στοιχείο στην όλη υπόθεση. Δεν έχει μούτρα να μας κρατήσει, αλλά έχει βάση δεδομένων που γεμίζει κάθε φορά που γλιστράει.
Και, αλήθεια, δεν ξέρω τι θα είναι πιο αστείο στο μέλλον: να τη δούμε να επιστρέφει στην Ελλάδα με GPS για σκάλες, ή να μνημονεύει τη “σαβούρδα” μας ως σημείο έναρξης της ρομποτικής της αφύπνισης.
Όπως και να ‘χει, η πτώση ήταν θεαματική.
Και αστεία. Πάρα πολύ αστεία.
Χιούμορ
Το Μυστήριο του χαμένου καπαμά ! (χρονογράφημα)

Το Μυστήριο του Χαμένου Καπαμά!
Ο Αναστάσης, όπως κάθε Πάσχα για δεκαετίες, βρισκόταν ανάμεσα στη Σκύλα και τη Χάρυβδη. Ο αγαπητός συγχωριανός ήταν παντρεμένος με την Ανθούλα – ή όπως την φώναζε η μάνα της, “Τουλί” (μιας και η πεθερά του ήταν από τον Αρχάγγελο).
Η Ανθούλα, δυναμική, άριστη μαγείρισσα και στοργική μητέρα, κάθε χρόνο τιμώντας την καταγωγή της, ετοίμαζε την περιβόητη ριφική – ή “λεκάνη”, όπως ονομάζεται ο αντίστοιχος τρόπος μαγειρέματος του αρνιού στη Νότια Ρόδο.
Η Ειρήνη, όμως, αδερφή του Αναστάση και σύζυγος του Αντώνη, πάντα στο τραπέζι του Πάσχα, που γινόταν παραδοσιακά στο σπίτι των γονιών τους, ερχόταν με τον δικό της καπαμά!
Φέτος, οι άντρες της οικογένειας είχαν προτείνει να κάνουν σούβλα και είχαν συμφωνήσει να αναλάβουν το ψήσιμο οι ίδιοι. Δεν ήθελαν τίποτα περισσότερο από το να ασχοληθούν με τον οβελία και να απολαύσουν τις μπίρες τους μακριά από την ασταμάτητη μουρμούρα των γυναικών και τον ανταγωνισμό τους για το ποιο από τα δύο εδέσματα είναι καλύτερο.
Ο ξυλόφουρνος άναψε από το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου και ο καπαμάς, μαζί με τη ριφική, μπήκαν στον καλά προετοιμασμένο φούρνο της οικογένειας για να ψηθούν αργά, στην κατάλληλη θερμοκρασία.
Όμως, επιστρέφοντας από την Ανάσταση αργά την νύχτα, το σκηνικό ήταν… το λιγότερο, εφιαλτικό:
Καπαμάς και ριφική είχαν εξαφανιστεί από τον φούρνο, που ήταν ορθάνοιχτος!
Οι γυναίκες, αν και είχαν φάει από τρία πιάτα μαγειρίτσας, παρέμεναν απαρηγόρητες. Την επόμενη μέρα, έβαλαν στο τζατζίκι πάνω από δύο κεφάλια σκόρδο η καθεμία για τη στεναχώρια που είχαν ! και για να συνοδεύσουν τον οβελία που, ενώ αρχικά είχαν προβάλει βέτο και αφού εκείνη την στιγμή ήταν η μόνη λύση για να μη φάνε μακαρονάδα το Πάσχα.
Η σούβλα στήθηκε από νωρίς. Οι μπίρες ήταν παγωμένες. Το τάβλι έδινε κι έπαιρνε όσο ο οβελίας γύριζε νοχελικά, υπό τη μουσική υπόκρουση της Γωγώς Τσαμπά. Για τους άντρες, ήταν μια στιγμή παραδείσου.
Οι γυναίκες όμως, κατσουφιασμένες, με σκέψεις κυκλοθυμικές, αναρωτιούνταν τι απέγιναν τα φαγητά και –φυσικά– υποψιάζονταν ότι κάπου, η μία από την πλευρά της άλλης, κάποιος εμπλεκόταν…
Ο παράδεισος των αντρών όμως άρχισε να συννεφιάζει όταν τηλεφώνησε η ξαδέρφη στο σταθερό (κι όχι στο κινητό), και το σήκωσε η Ανθούλα.
Βγαίνοντας στην αυλή, ζήτησε σοβαρά από την Ειρήνη να πάνε μέσα.
Οι άντρες δεν κατάλαβαν τι συνέβαινε και συνέχιζαν να απολαμβάνουν τη γαλήνη τους… μέχρι που οι δύο γυναίκες επέστρεψαν από το σπίτι της ξαδέρφης με τον καπαμά και τη ριφική στα χέρια.
Ο τρόμος ήταν τώρα ζωγραφισμένος στα πρόσωπά τους. Ο κρύος ιδρώτας τούς κατέκλυσε, και οι καρδιές τους χτυπούσαν δυναΤΑ ΤΑ ΤΑ ΤΑ – συγγνώμη, παρασύρθηκα…
Το σχέδιό τους είχε αποκαλυφθεί: είχαν βάλει τους γιους τους να μεταφέρουν τα φαγητά στο παραδίπλα σπίτι της ξαδέρφης, με τη δικαιολογία πως “ο φούρνος δεν είχε καλή θερμοκρασία”, για να ψήσουν εκεί και να βάλουν τελικά… τη σούβλα τους!
Αποτέλεσμα;
Το μενού της οικογένειας για την υπόλοιπη εβδομάδα ήταν αρνί – σκέτο. Χωρίς καν λίγο δολοφονικό, βαμπιροκτόνο τζατζικάκι δίπλα.
Παρά τα παρακαλετά των συζύγων, ότι “θα τους ανέβει η χοληστερίνη στο Έβερεστ” και παρότι σχεδόν έκλαιγαν ζητώντας λίγη σαλάτα, οι σκληρές γυναίκες σταματούσαν την κουβέντα με το πιο πανίσχυρο όπλο όλων των εποχών:
την παντόφλα που συνόδευε όλα τα γεύματα τους μέχρι την λήξη της τιμωρίας τους και ήταν σταθερά στο χέρι των γυναικών τους. .
Υ.Γ. Η ιστορία είναι καθαρά φανταστική. Οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά γεγονότα, ονόματα και καταστάσεις είναι εντελώς τυχαία. 😉
-
Πολιτισμός2 μήνες ago
Στολίστηκε με ευλάβεια ο Επιτάφιος του Αφάντου.
-
Τουρισμός2 μήνες ago
🏡 Ποιότητα Ζωής & Τουρισμός: Γιατί το Αφάντου μπορεί να γίνει πρότυπο
-
Επικαιρότητα & Πολιτισμός3 εβδομάδες ago
🚨 Απόπειρα διάρρηξης στα Αφάντου – Ένοπλος μεταξύ των δραστών
-
Επικαιρότητα & Πολιτισμός1 μήνα ago
Ηχορύπανση και ταχύτητα!
-
Χιούμορ2 μήνες ago
Το Μυστήριο του χαμένου καπαμά ! (χρονογράφημα)
-
Χιούμορ2 μήνες ago
🦇 Οι τρεις νυχτερίδες και το ρολόι του χωριού
-
Επικαιρότητα & Πολιτισμός1 μήνα ago
Ο κινεζικός γίγαντας που έρχεται να ενισχύσει την αεροπυρόσβεση παγκοσμίως
-
Τέχνες1 μήνα ago
Του Κάου το πουκάμισο-Αφαντενό παραμύθι